- Μοῖριν
- Μοῖριςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτυφώ — ἐπιτυφῶ, όω (Α) τυφώ* (κατά τον Μοίριν) «ἐπιτεθυμμένον, ἀττικῶς ἐπιτετυφωμένον ἢ ἐπικεκαυμένον, ἑλληνικῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυφώ «τυφλώνω (με καπνό)» (< τύφος)] … Dictionary of Greek
κομψεία — κομψεία, η [κομψεύω] (Α) 1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα 2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς πανουργία Ἑλληνικῶς» … Dictionary of Greek